“Γράφει ο Στέλιος Δρίτσας, Γεωπόνος, Μεταπτυχιακός φοιτητής Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Κλιματικών Σπουδών στο Wageningen University & Research,
Όπως πλέον έχει φανεί στις ζωές μας αλλά και ιδιαίτερα στον αγροτοδιατροφικό τομέα της χώρας, οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης όχι μονο είναι εδώ αλλά είναι εδώ και με μεγαλύτερη ένταση πολλές φορές από το αναμενόμενο. Αυτές οι επιπτώσεις αναμένεται από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας να ενταθούν τα επόμενα χρόνια, ακόμα και αν αλλάξουμε δραματικά την επιρροή μας στην αποσταθεροποίηση των φυσικών συστημάτων. Για αυτό πλέον είναι επιτακτικό να αρχίσουμε να μιλάμε για την αναγκαία προσαρμογή μας στην κλιματική αλλαγή.
Η αλήθεια είναι ότι το κομμάτι της προσαρμογής για πολλά χρόνια ερχόταν δεύτερο στις συζητήσεις για τη κλιματική αλλαγή. Αυτό είχε συγκεκριμένο σκοπό. Από τη μία όντως το να στρέψει το βλέμμα αλλού η κοινή γνώμη από την αναγκαία μετρίαση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τελικώς θα μπορούσε να αφήσει του μεγάλους παραγωγούς εκπομπών να συνεχίζουν τις ίδιες τακτικές με αποτέλεσμα να επισπεύσουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Το δεύτερο ζήτημα ήταν ότι πρακτικά οι τεχνολογίες και οι πόροι για την, σε μεγάλο βάθος και χρόνο, προσαρμογή είναι απείρως ευκολότερα προσβάσιμοι στον πλούσιο παγκόσμιο βορρά. Οπότε αν μιλήσουμε γενικώς για προσαρμογή πρέπει να μιλήσουμε και για την αναγκαία εισφορά πόρων προς τις φτωχότερες χώρες για αυτή την προσαρμογή.
Προσωπικά θα έλεγα ότι ειδικά το πρώτο επιχείρημα πριν 10, 20 και 30 χρόνια πιθανότατα θα το υποστήριζα και εγώ. Το επιχείρημα δηλαδή πρώτα μετριάζουμε και μετα συζητάμε για προσαρμογή. Το ζήτημα δυστυχώς πλέον, είναι ότι δεν μιλάμε απλώς για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, αλλά κρίνεται ήδη αναγκαία και πολλές φορές έχει καθυστερήσει ήδη, σχεδόν σε όλο τον πλανήτη. Και αυτό γίνεται γιατί πλέον σχεδόν παντού στην επιστημονική κοινότητα γίνεται η παραδοχή ότι κάποιες από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, σε όλα τα επίπεδα από το τοπικό ως το παγκόσμιο είναι αδύνατο να μην τις ζήσουμε. Οπότε πρέπει αναγκαστικά να προσαρμοστούμε σε αυτές και να χτίσουμε κοινότητες, πόλεις, τεχνολογίες τέτοιες που θα είναι τελικώς λιγότερο ευάλωτες σε αυτές τις επιπτώσεις. Εδώ λοιπόν που χρησιμοποιούμε για πρώτη φορά σε αυτό το κείμενο τον όρο «ευάλωτος» είναι σημαντικό να γίνουμε τελείως συγκεκριμένοι για το τι σημαίνει τελικώς προσαρμογή.
Η προσαρμογή ενός συστήματος(πχ πόλη, κοινότητα, καλλιέργεια, ένα κτίριο) σε μια αλλαγή έχει άμεση σχέση με το ποσο ευάλωτο είναι σε αυτή την αλλαγή. Τελικώς δηλαδή πόσο επικίνδυνη είναι αυτή η αλλαγή για το σύστημα, για να μην επανέλθει στην πρότερη κατάσταση και να καταρρεύσει. Αυτή η ευαλωτότητα, με κλιματικούς όρους είναι μια συνάρτηση του μεγέθους, του ρυθμού και του χαρακτήρα αυτή της αλλαγής, της ευαισθησίας του συστήματος σε αυτή την αλλαγή και της προσαρμοστικής ικανότητας αυτού του συστήματος. Η προσαρμοστική ικανότητα σε αυτή τη συνάρτηση έχει να κάνει με το μετά από την αλλαγή στο σύστημα. Γίνεται κατανοητό λοιπόν ότι εφόσον θέλουμε να μιλήσουμε για λύσεις προσαρμογής, τελικώς έχουμε δύο μεγάλες κατηγορίες. Τις λύσεις πριν την αλλαγή που αποσκοπούν στη μείωση της ευαλωτότητας αλλά και την αύξηση της προσαρμοστικής ικανότητας. Και δεύτερον τις λύσεις μετα από την αλλαγή.
Αυτές οι δύο μεγάλες κατηγορίες πρακτικά στο επιστημονικό πεδίο πλέον χωρίζονται σε τρείς κατηγορίες. Τις στρατηγικές αντιμετώπισης των επιπτώσεων με σχετικά χαμηλού κόστους, βραχυπρόθεσμο σχεδιασμό (coping). Τη μετάβαση(transition) σε μια νέα κατάσταση με μεσοπρόθεσμο σχέδιο και σχετικά μεγαλύτερο κόστος και τέλος τη πλήρης μεταμόρφωση(transformation) της υπάρχουσας κατάστασης που χρειάζεται προφανώς μεγαλύτερο κόστος και πιο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Σε αυτό το άρθρο και στα επόμενα δύο που θα ακολουθήσουν θα μιλήσουμε για αυτές τις τρείς στρατηγικές. Στο συγκεκριμένο θα ξεκινήσουμε από το coping. Δηλαδή τις στρατηγικές αντιμετώπισης με σχετικά βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Για παράδειγμα στρατηγικές coping θα ήταν η πιο λελογισμένη δόση λιπασμάτων με στόχο την μεγαλύτερη ανθεκτικότητα της καλλιέργειας στις επερχόμενες ξερικές περιόδους. Αντίστοιχα μια αρκετά προσοδοφόρα στρατηγική είναι η επιλογή ποικιλιών τροποποιημένων για τις επερχόμενες διαφορετικές συνθήκες της κλιματικής κρίσης. Ειδικότερα είναι αλήθεια ότι σε αυτό τον τομέα γίνονται αρκετά μεγάλες προσπάθειες σε ερευνητικό επίπεδο για την δημιουργία νέων ποικιλιών προσαρμοσμένων σε αυτά τα νέα δεδομένα.
Πριν όμως από μια εκτενή αναφορά σε πιθανές coping λύσεις πρέπει να αναφερθεί ότι πολλές φορές ακόμα και για τις χαμηλού κόστους αλλαγές οι αγροτικές περιοχές αντιμετωπίζουν τρία μεγάλα προβλήματα. Τα δύο είναι δεδομένα σχεδόν σε όλο τον πλανήτη και το τρίτο επιτρέψτε μου να πω ότι είναι ελληνικό φαινόμενο. Τα δύο πρώτα είναι πως η γενική αστικοποίηση πολλές φορές αφήνει την υποδομή των αγροτικών περιοχών σε χαμηλότερο από το απαιτούμενο επίπεδο με αποτέλεσμα την δυσκολότερη εφαρμογή και των στρατηγικών προσαρμογής στην κλιματική κρίση. Δεύτερον, όπως τονίζεται και στην τελευταία έκθεση του IPCC αυτή η έλλειψη υποδομών πέρα από το υλικό επίπεδο υπάρχει και σε επίπεδο γνώσεων και συνεργασίας με τους φορείς. Δηλαδή είναι πολλές φορές, πολύ δύσκολη η επαφή του αγρότη με έναν καταρτισμένο σε αυτά τα ζητήματα ειδικό που μπορεί να του προσφέρει συγκεκριμένες λύσεις ή ακόμα και αν υπάρχει θέληση και σχεδιασμός, πολλές φορές γραφειοκρατικά, φορολογικά ή κρατικά εν τέλει ζητήματα μπορεί να δημιουργούν αντικίνητρα για την εφαρμογή αυτών των στρατηγικών.
Τρίτο και αρκετά σημαντικό κατά τη γνώμη μου είναι μια ιδιαίτερη κουλτούρα μη σχεδιασμού και υπολογισμού ρίσκου που υπάρχει στην Ελλάδα. Ακόμα και για τις στρατηγικές coping χρειάζεται ένας σχεδιασμός και ακόμα περισσότερο η απόφαση να πειραματιστείς. Και αυτό γιατί πολλές φορές κάνεις δεν εγγυάται ότι μια πιο ανθεκτική ποικιλία για παράδειγμα στις υψηλές θερμοκρασίες μπορεί να είναι το ίδιο αποδοτική με την προηγούμενη. Παρόλα αυτά και εδώ εδράζεται κατά τη γνώμη μου και το γιατί στη χώρα όσο και να λεμέ ότι «πρέπει να σπάσουν αυγά», τελικώς δεν σπάνε είναι ότι η χώρα πάσχει από μια κουλτούρα μη υπολογισμού ρίσκου. Στις συνθήκες της κλιματικής κρίσης μια λιγότερο αποδοτική από το προηγούμενο μοντέλο καλλιέργεια για παράδειγμα είναι και πάλι μικρότερο ρίσκο εφόσον είναι πιο ανθεκτική από μια καλλιέργεια περισσότερο αποδοτική αλλά λιγότερο ανθεκτική στην υψηλότερη θερμοκρασία για παράδειγμα. Με αυτό θέλω να καταδείξω ότι μιλώντας εντελώς ορθολογικά, οριακά καμία πρακτική του παρελθόντος δεν είναι μικρότερου ρίσκου πλέον στις δεδομένες συνθήκες της κλιματικής αλλαγής από κάτι που δεν εχει δοκιμαστεί. Ζούμε και θα ζήσουμε συνθήκες που η παράδοση, η εμπειρία και κάτι που «δουλεύει για χρόνια» είναι και θα είναι εντελώς άχρηστο και ζημιογόνο.
Τώρα όσον αφορά τις επιλογές του coping, αυτές πάλι είναι υπερβολικά πολλές αλλά θα μπορούσαμε όσον αφορά την φυτική παραγωγή να χωρίσουμε 4 μεγάλες κατηγορίες. Πρώτον μέτρα που αλλάζουν τις εισροές στην καλλιέργεια. Είτε φυτών, είτε αγροχημικών, όπως για παράδειγμα θα μπορούσε να ναι η αμειψισπορά. Δεύτερον μέτρα που ευνοούν την καλύτερη διαχείριση του νερού, όπως για παράδειγμα η διατήρηση της εδαφικής υγρασίας με τη χρήση κατάλληλων φυτικών υπολειμμάτων. Τρίτον, καλύτερη, πιο λελογισμένη και βιώσιμη χρήση αγροχημικών. Τέταρτον, καλύτερα συστήματα πρόβλεψης καιρού και χρήση τους από τους αγρότες. Προφανώς ακόμα και για αυτά τα μέτρα, ακόμα και αν θεωρούνται μικρού ή έστω μετρίου κόστους και μικρότερης ανάγκης σχεδιασμού πάλι χρειάζονται υλικούς και νοητικούς πόρους για να μπουν σε εφαρμογή. Ακριβώς για αυτό παραπάνω ίσως ανάγκη από την παρουσίαση λύσεων είναι μια συνολική συζήτηση που πρέπει να ανοίξει στη χώρα για την προσαρμογή στην κλιματική κρίση. Μια συζήτηση που πρέπει να περιλαμβάνει σχεδιασμό σε εθνικό επίπεδο με πολύ συγκεκριμένες προτάσεις για το τοπικό. Περισσότερο λοιπόν αυτό το στόχο έχουν αυτό το παρόν άρθρο και τα επόμενα δύο για τη «μετάβαση» και τη «μεταμόρφωση» της αγροτικής παραγωγής. Δηλαδή να συμβάλουν μεν με μια αποτύπωση της κατάστασης, μια απαρίθμηση λύσεων αλλά πιο πολύ από όλα να συμβάλουν σε αυτόν τον αναγκαίο και ήδη με καθυστερημένη έναρξη διάλογο. Τον διάλογο για το τι πρέπει να κάνουμε για να προσαρμοστούμε. Μέσω στρατηγικών αντιμετώπισης (coping), μετάβασης (transition) και μεταμόρφωσης (transformation).