Ας ξεκινήσουμε από μια βασική παραδοχή. Το παρον άρθρο δεν προσπαθεί να λύσει το σύνολο των ζητημάτων της ελληνικής διαχείρισης πυρκαγιών. Το παρον άρθρο προσπαθεί να ενισχύσει τη συζήτηση για το φαινόμενο των δασικών πυρκαγιών και των πυρκαγιών σε χορτολιβαδικές εκτάσεις που πλέον δυστυχώς έχει γίνει ακόμα μια συνήθεια των ελληνικών καλοκαιριών. Αν και η πιο θλιβερή αλήθεια ειναι οτι η κλασσική αντιπυρική περίοδος του Μαιου-Οκτωβρίου έχει πλεον ακομα περισσότερο αναπτυχθεί σε μια περίοδο ιδιαίτερα επικίνδυνων πυρομετερεωλογικών συνθηκών απο τον Φεβρουάριο ως το Νοέμβριο οριακά.
Χαρακτηριστικό επίσης ειναι οτι φέτος απο την 1η ιανουαρίου έως τις 15 απριλίου ειχαμε γίνει μαρτυρες τουλάχιστον 3.700 πυρκαγιων σε δαση, λιβάδια και περιοχές με χαμηλή βλαστηση. Η δευτερη μεγάλη παραδοχή που θέλει να κάνει αυτό το άρθρο γνώμης πριν αρχίσει την κανονική του ανάλυση ειναι οτι δεν θέλει να μιλήσει τόσο για τα ζητήματα του καλοκαιριου αλλα για εκείνα του χειμώνα. Δεν θα αναλωθεί τόσο στα εναέρια μέσα, τις συνθήκες του μεσογειακου κλιματος στην εποχή της κλιματικής κρισης και το ποσο ευάλωτη για παραδειγμα ειναι η χαλεπιος πευκη στην πυρκαγια. Θα ασχοληθει με το τι κανει το ελληνικό κράτος, σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης του, στον χρόνο που έχει και ειχε και τα προηγουμενα χρόνια για να σχεδιάσει πολιτικές, να εφαρμόσει πολιτικές και να επικοινωνήσει πολιτικές σε όλα τα επίπεδα έτσι ώστε να ειναι σε καλύτερη θέση τα καλοκαίρια. Αλλα πριν απο αυτό ας θέσουμε μερικές βασικές στατιστικές και μερικά γεγονότα για τις φωτιές στην Ελλάδα.
Οι φωτιές στην Ελλάδα
Η αληθεια ειναι οτι στην χώρα εχουμε μάθει να ζούμε με μεγάλες δασικές ή αγροτικές πυρκαγιές. Παρόλα αυτά την ίδια στιγμή κάθε καλοκαίρι οι ίδιες αυτές φωτιές δημιουργούν ζητήματα. Χάνονται ζωές, περιουσίες, βιότοποι. Πέρα απο αυτό όπως ειναι λογικό εισβάλουν στην δημόσια και την πολιτική σφαίρα σαν ζήτημα πρώτης προτεραιότητας. Υπάρχει επίσης η γενική άισθηση οτι την τελευταία δεκαετία το φαινόμενο εντείνεται συνεχώς. Μια αρκετά δημοφιλής εξήγηση είναι οτι για αυτό φταίει η κλιματική κριση. Αυτό ειναι προφανώς αλήθεια, αλλα απο την άλλη ποσο πραγματικά συμβάλει η κλιματική κριση και ποσο η λάθος η μη έστω ικανη διαιχείριση των πυρκαγιών αυτών απο το ελληνικό κράτος η και ποσο προετοιμασμένοι ήμασταν για αυτην την αύξηση του φαινομένου αλλα και της κανονικότητας των μεγα-πυρκαγιών που βρίσκεται μπροστά μας λόγω ακριβως της κλιματικής κρίσης.
Οι πυρκαγιές ειναι κομμάτι των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Ανανεώνουν τα μεσογειακά δάση κάιγοντας ξερή βλάστηση και δίνοντας χώρο σε νέα βλάστηση να αναπτυχθεί. Αυτό δεν σημαινει οτι καθε καλοκαίρι πρέπει να καίγεται έκταση τέτοια όση καίγεται στην Ελλάδα και προφανώς η ίδια περιοχή ξανα και ξανά. Ισα ίσα η δέυτερη αυτή πιθανότητα μείωνει έως σχεδόν εκμηδενίζει την αναγεννησιακή ιδιότητα των εδαφών και των δασών της περιοχής.
Αν θέλουμε λίγο να «ζουμάρουμε» στα σταστιστικά των δασικών πυρκαγιών πρέπει να αναφέρουμε οτι το 2021 κάηκαν στην χώρα πάνω από 125.000 εκτάρια περίπου όσα την περιόδο 2013-2020. Αυτό πάλι δεν σημαίνει οτι ένα καλοκαίρι με 10.000 εκτάρια έιναι καλύτερο απο ένα καλοκαίρι με 100.000 εκτάρια καμένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σε αυτό ειναι το καλοκαίρι του 2018 και της τραγωδίας στο Μάτι. Ενα καλοκαίρι που τα καμμένα εκτάρια δεν ήταν ιδιαίτερα πολλά. Αυτη η παραδοχή γίνετε για να κατανοήσουμε οτι το σημαντικότερο πράγμα στα στατιστικά ειναι η ερμηνεία τους. Το περυσινό ρεκόρ λοιπον πρέπει να ειδωθεί υπο ένα αλλο πρίσμα. Αυτό όπου συνεχώς διαφαίνεται τα τελευταία χρόνια είναι ότι το πρόβλημα της χώρας δεν ειναι τόσο τα περιστατικά πυρκαγιών που παραμένουν σχεδόν ιδια απο τη δεκαετία του 80. Αλλα η έκταση που τελικώς καταλαμβάνουν πυρκαγιές που ξεφεύγουν από τον έλεγχο. Για παράδειγμα πέρυσι το ρεκόρ των 125.000 εκταρίων έγινε γιατί είχαμε τουλάχιστον τρείς πολύ μεγάλες εκτός ελεγχου πυρκαγιές. Αυτη στα Γεράνεια, αυτη στη Β. Ευβοια και αυτή στα Βίλια. Αν θέλουμε να το δουμε και πιο οικονομικά και κυνικά αυτό το φαινόμενο, ενδιαφέρον έχει το γεγονός οτι κάθε καλοκαίρι η χώρα δαπανά για τις ζημιές των πυρκαγιών απο 500 εκατομύρια έως 3 δισεκατομμύρια. Συνήθως όσο λιγότερες τετοιες πυρκαγιές εκτός ελέγχου υπάρχουν τοσο συγκρατουνται τα κόστη.
Τι όμως συμβαίνει και κυρίως τι πρέπει να κάνουμε;
Γενικά ενα απο τα πιο παραδοσιακά συστήματα διαχείρισης κρίσεων είναι το PPRR. Τα αρχικά αυτά σημαίνουν Prevention(Πρόληψη),Preparedness(προετοιμασία), Response(απάντηση),Recovery(αποκατάσταση). Οι πυρκαγιές λοιπόν εφόσον ιδωθούν υπό το πρίσμα της διαχείρισης κρίσεων έχουν μια ολόκληρη βιβλιογραφία πισω τους, που τελικώς ειτε ως PPRR είτε με κάποιες παραλλαγές έχει συγκεκριμένα μεθοδολογικά χαρακτηριστικά και εργαλεία. Δεν υπάρχει λοιπον μονο η απάντηση τη στιγμή της φωτιάς (τα αεροπλάνα, οι πυροσβέστες, το νερό) αλλα υπάρχουν και η προληψη (η εκπάιδευση των πολιτών, το καθάρισμα των χόρτων) και η προετοιμασία(τα σήματα της ΓΓΠΠ, ο έλεγχος του εξοπλισμού) και η αποκατάσταση(αποζημιώσεις, αναδάσωση). Σε όλο αυτο το σύστημα κάθε χώρα ενεργεί διαφορετικά. Δίνει πόρους και έμφαση σε διαφορετικά σημεία αλλά σίγουρα δεν υπάρχει χώρα με τόσο δυσανάλογη έμφαση στην απάντηση ή την καταστολή απο την Ελλάδα. Για παράδειγμα η WWF υπολογίζει οτι το 80% των πόρων για τις πυρκαγιές καταλήγουν στην καταστολή. Δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι κάτι τέτοιο μοιάζει λογικό. Το γιατι γίνετε αυτό μπορεί να επιφέρει μια σειρά από λόγους αλλά κυριότερος σύμφωνα με την γνώμη πολλών αλλά και του συγγραφέα, είναι το θέαμα. Με αυτό εννοείται πως οταν ξεσπά μια φωτιά όλοι ζητάνε τα εναέρια μέσα εναγωνίως, γιατι βλέπουν την θεαματική τους επίδραση πάνω στη φωτιά αλλά ελάχιστοι κατανοούν την επίδραση που μπορεί να έχει ένας δασολόγος που χαρτογραφεί τους δασικούς δρόμους μέσα στο χειμώνα. Spoiler alert, ο δεύτερος έχει πολυ μεγαλύτερη επίδραση στη συνολική διαχείριση των πυρκαγιών στην περιοχή του.
Μιας λοιπον και αναφέραμε το παραδειγμα αυτό του δασολογου και της δυσαναλογίας εμφασης και πορων ας μιλήσουμε για πιο συγκεκριμένες παθογένειες πέρα από το μεθοδολογικό κομμάτι και έξω απο την επιδραση της κλιματικής κρισης και της αβεβαιότητας που αυτή επιφέρει.
Ήδη από το Goldamer report(2019) αλλα και γενικότερα από τις συνομιλίες οποίων έχουν περάσει από τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα ειναι πολύ δυσκολο να μην αναφερθεί η διαχρονική ανικανότητα συντονισμού των παραγόντων που εμπλέκονται. Αυτό απο την μία έχει να κανει σχέση με το δαιδαλώδες νομικό και πολιτειακό πλαίσιο γύρω από τις φωτιές και την ύπαρξη υπερβολικά πολλών οργανισμών, ομάδων, στελεχών και παραγόντων που εμπλέκονται.
Όλο αυτό το πλαισιο δημιουργεί μια αβεβαιότητα για τους ρολους και τις ευθύνες των υπηρεσιών, των εθελοντών και γενικά όποιου εμπλέκεται που δημιουργεί μια χαώδη κατάσταση όπου ο συντονισμός είναι ιδιαίτερα δύσκολος. Πέρα από αυτό, στην Ελλάδα είμαστε αρκετά τυχεροι να έχουμε πολλές εθελοντικές ομάδες με πλουσια δράση γύρω απο το ζήτημα των πυρκαγιών.
Όμως έχουμε ένα νομικό πλαίσιο που συνεχώς αλλάζει και που προσκολλά γραφειοκρατικά ζητήματα στην περαιτέρω ανάπτυξη τους και συμμετοχή τους στον μηχανισμό διαχείρισης των πυρκγιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός οπου υπάρχουν ομάδες με αρκετά ενεργά μέλη που δεν ειναι γραμμένς στο μητρώο της ΓΓΠΠ και ως εκ τουτου ουτε μπορουν να συμμετέχουν στις εκπαιδεύσεις του πυροσβεστικού σώματος ουτε να εχουν ενεργό ρόλο στη διαχείριση των πυρκαγιών.
Ενα αλλο μεγάλο ζήτημα ειναι οι δασικές υπηρεσίες. Οι δασικές υπηρεσίες της χώρας ειναι επιφορτισμένες με την προληψη των δασικών πυρκαγιών και ειναι και οι κύριες υπεύθυνες για την αποκατάσταση. Παρόλα αυτά η χρόνια υποστελέχωση τους και υποχρηματοδότηση τους δημιουργούν μια σειρά από προβλήματα. Σαν να μην έφτανε αυτό η γενικά παρωχημένη φιλοσοφία του νομικού πλαισίου γύρω από το οποίο ενεργούν, δημιουργεί ακόμα περισσότερες έριδες με τους τοπικους πλυθησμούς και τους τοπικους παράγοντες που εμπλέκονται στην διαχείριση των πυρκαγιών.
Σε όλα αυτά τα ζητήματα υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα διαφάνειας και λογοδοσίας που τελικώς γίνετε και ζήτημα εκπαιδευσης και γνώσης των λαθών του παρελθόντος. Πάνω απο τις μισές πυρκαγιές στην Ελλάδα αποτυπώνονται σαν περιστατικά με άγνωστες αιτίες. Αυτό δημιουργεί ιδιατερα προβλήματα στη ροή πληροφοριών προς τους πολίτες, ιδιαίτερα προβλήματα στην απόδοση ευθυνών και ακομα περισσότερο ιδαιτερα προβλήματα στην κατανόηση των αιτιών και των μαθημάτων που πρέπει να λάβουμε για τα επόμενα καλοκαίρια.
Το σημαντικότερο ζήτημα εδώ ειναι νομικό. Οτι χρειάζεται πλήθος δεδομένων που πολλές φορές είναι δυσεύρετα(πχ αυτόπτες μαρτυρες) για να αποτυπωθεί μια συγκεκριμένη αιτία σε υπηρεσιακή αναφορά. Ενώ λοιπόν, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις για μια αιτία δεν ειναι ικάνες εφόσον ως επι το πλειστον δεν υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία. Όλη λοιπόν, αυτή η κατάσταση δημιουργεί μια ανικανότητα εξαγωγής συμπερασμάτων, μια δυσπιστία απέναντι τους κρατικους φορείς αλλα και μια σειρά απο φήμες και μύθους για το ποιος φταίει που τελικά αποπροσανατολίζουν τις τοπικές κοινωνίες και δημιουργούν περαιτέρω ζητήματα για το μελλον.
Τέλος, πρέπει να αναφερθεί και ο παράγοντας του σχεδιασμου για την κλιματική κρίση. Δυστυχώς ενώ σε πολύ μεγάλο βαθμό η κλιματική κριση εχει μπει στη δημοσια σφαίρα της χώρας, ο σχεδιασμός είτε για την μετρίαση των επιπτώσεων ειτε για την προσαρμογή σε αυτές ειναι μηδαμινός. Πολλές φορές μάλιστα, αυτά τα δυο τελείως ξεχωριστά ζητήματα μπερδέυονται μεταξυ τους στο κεφάλι διαφορων αρμοδίων, ακριβώς γιατί πρώτα και κύρια δεν υπάρχει σωστή εκπαίδευση σε κανένα πεδίο της εκπαιδευτικής μας διαδικασίας για τον κοσμο της κλιματικής αλλαγής και τι αυτός επιφέρει.
Οπότε, άλλο ένα ζήτημα ειναι πως ακριβώς σχεδιάζουμε σαν χώρα να ανταπεξέλθουμε στις μέγα-πυρκαγιές της κλιματικής κρίσης και η αλήθεια σε αυτό ειναι οτι σε κρατικό, περιφερειακό η δημοτικό επίπεδο κάνουμε απο μηδέν εως ελάχιστα πραγματα.
Και τι κάνουμε από εδώ και πέρα;
Στο παρόν άρθρο έγινε μια προσπάθεια να αποτυπωθεί με μεγάλη προσωπική προκατάληψη των σημαντικότερων ζητημάτων και προκλήσεων που ε΄χει ο μηχανισμός διαχείρησης δασικών πυρκαγίων της χώρα σε επίπεδο φιλοσοφίας και πολιτικής αποτύπωσης. Με αλλα λόγια τι δεν κανουμε η κανουμε λάθος το χειμώνα και πληρώνουμε το καλοκαίρι. Από εδώ και πέρα θα μιλήσουμε για τις σωστές πρακτικές που πρεπει να υιοθετήσουμε το χειμώνα για να μην καιγόμαστε τα καλοκαίρια. Προφανώς δεν γίνετε να καλυφθούν τα πάντα σε ένα άρθρο σαν και αυτό αλλά θα γίνει σίγουρα μια επιλογή ικανών και σημαντικών λύσεων στο επίπεδο της κυβερνησιμότητας. Το ζήτημα δυστυχώς, με αυτές τις λύσεις είναι ότι συνήθως στο εντός πολλών εισαγωγικών κομμάτι της κυβερνησιμότητας του μηχανισμού, όποιες λύσεις σε προβλήματα δίνουν αποτελέσματα μετά από ένα μεν εύλογο διάστημα, αλλά αρκετό για να μην είναι εμφανείς, αυτές οι λύσεις στο απαίδευτο μάτι. Ακόμα περισσότερο σε μια δύσκολη νέα πραγματικότητα με περιορισμένο χρόνο λόγω της κλιματικής κρίσης για την προσαρμογή στο νέο κόσμο των συνεχών μεγάλων πυρκαγιών, τα αποτελέσματα αυτών των λύσεων μπορεί να είναι ήδη πολύ αργά για να σώσουν μια σειρά από περιοχές, περιουσίες ή ζωές.
Πρώτα και κύρια υπάρχει άμεση ανάγκη ομογενοποίησης του μηχανισμού και η δημιουργία μιας κεντρικής υπηρεσίας συντονισμού. Αυτό πρέπει να γίνει, με σκοπό να ομογενοποιηθούν οι πρακτικές και η μεθοδολογία των εμπλεκόμενων με αποτέλεσμα την καλύτερη συνεργασία μεταξύ τους. Πέρα από αυτό ένας κεντρικός φορέας διαχείρισης μπορεί να απλοποιήσει το δαιδαλώδες νομικό πλαίσιο και να ορίσει ακριβής ευθύνες και αρμοδιότητες για τους εμπλεκόμενους. Ένα παρα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως λειτουργεί ένας τέτοιος φορέας είναι αυτό της πορτογαλικής AGIF. Η AGIF δημιουργήθηκε το 2017 για να λύσει ένα παρόμοιο πρόβλημα συντονισμού. Έχει τη διαχείριση των πυρκαγιών σε όλες τις φάσεις αυτών και βασικός της στόχος είναι η σχεδίαση στρατηγικών διαχείρισης πριν από τα πραγματικά περιστατικά έχοντας μια λογική όπου η πρόληψη είναι σημαντικότερη από την καταστολή.
Πέρα από το κομμάτι της συνεργασίας, ένας φορέας κεντρικής διαχείρισης που θα δημιουργούσε κοινές κατευθυντήριες γραμμές και στάνταρ διαχείρισης καταστάσεων και θα ήταν ένα σημαντικό προχώρημα όσον αφορά τη συνολική διαφάνεια του μηχανισμού. Όπως είδαμε νωρίτερα ένα από τα μεγάλα ζητήματα της συνεργασίας και της διαφάνειας είναι ότι διαφορετικές υπηρεσίες συλλέγουν διαφορετικά στοιχεία και με διαφορετική μεθοδολογία. Οπότε μια κεντρική κατευθυντήρια γραμμή όσον αφορά την συλλογή δεδομένων θα ήταν θεμελιώδης για να ξεπεραστεί το εμπόδιο των «αγνώστων αιτιών» και να προσδώσει μεγαλύτερη διαφάνεια στο πως λειτουργεί ο μηχανισμός, προσδοκώντας έτσι στη δημιουργία μεγαλύτερης εμπιστοσύνης ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς.
Από εκεί και πέρα είναι εμφανής η ανάγκη για καλύτερη στελέχωση και εκμετάλλευση πόρων από τις δασικές υπηρεσίες. Οι δασικές υπηρεσίες σε μια χώρα με 1.645.860 στρ. δάσους (και περίπου άλλο τόσο υπό την εποπτεία των δασικών υπηρεσιών) είναι αναγκαίο να μπορούν να έχουν συγκεκριμένη στρατηγική και να μπορούν να την εφαρμόσουν. Αυτό σημαίνει και σύγχρονα τεχνικά εργαλεία και προσωπικό που γνωρίζει τις σύγχρονες μεθόδους διαχείρισης δασών αλλά και σίγουρα νομικό πλαίσιο που δεν καθηλώνει αυτή τη στρατηγική σε δεδομένα του 60 και του 70. Βέβαια ξανασημειώνεται ότι για να γίνει αυτό πρέπει συνολικά οι δασικές υπηρεσίες να λάβουν την αναγνώριση που τους πρέπει από το κράτος και η σημαντικότητα της πρόληψης να ειδωθεί από τις κρατικές υπηρεσίες και να στηριχτεί υλικά και όχι μόνο διακηρυκτικά.
Τέλος, ένας ακόμα παράγοντας που πολλές φορές δεν του δίνετε τόση σημασία είναι η πρόληψη των πολιτών. Και πέρα από αυτό, η γενική τους εκπαίδευση και συμπεριφορά για το πως πρέπει να φέρονται πριν την φωτιά σε περιαστικές περιοχές και κοντά σε δάση αλλά και κατά το ίδιο το συμβάν. Εδώ είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί μια συνολική στρατηγική εκπαίδευσης που να περιλαμβάνει επικοινωνιακές καμπάνιες αλλά και δημιουργία μαθημάτων και σεμιναρίων που θα παρέχονται σε κατάλληλη χρονική βάση. Σε αυτό μάλιστα, η χώρα είναι αρκετά τυχερή να έχει πλήθος εθελοντικών ομάδων που θα μπορούσαν να φέρουν αυτό το έργο σε πέρας.
Για να τελειώσει αυτό το άρθρο πρέπει να επισημανθεί ξανά ότι προφανώς δεν θεωρείται ότι αυτές είναι οι μόνες λύσεις ούτε ότι είναι το μόνο που πρέπει να γίνει σε μια εποχή που οι τεράστιες φωτιές της κλιματικής κρίσης θα γίνουν κανονικότητα. Απλά είναι μια παράθεση απλών και σχετικά εύκολων λύσεων σε ζητήματα του μηχανισμού διαχείρισης που επισημάνθηκαν με μοναδικό σκοπό να θεμελιώσουν μια βάση για τον δημόσιο διάλογο. Τελευταία σημείωση πριν τελειώσει αυτό το άρθρο είναι ότι δεν συζητήθηκαν επίτηδες συγκεκριμένες πρακτικές σχεδίασης για την κλιματική κρίση γιατί είναι πεποίθηση του συγγραφέα αυτού του άρθρου ότι για να γίνει αυτό πρέπει να συζητηθεί πρώτα τι ακριβώς είναι η κλιματική κρίση, πως χρησιμοποιείται στην Ελλάδα και πως θα έπρεπε να χρησιμοποιείται μια στρατηγική για την προσαρμογής σε αυτή. Πράγμα, που ελπίζω να γίνει με ένα ακόμα άρθρο γνώμης το αμέσως επόμενο διάστημα.
Γράφει ο Στέλιος Δρίτσας, Γεωπόνος, Μεταπτυχιακός φοιτητής Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Κλιματικών Σπουδών στο Wageningen University & Research,