Για να φτάσουμε στο επιθυμητό αυτό αποτέλεσμα δεν αρκεί μόνο μια σωστή λίπανση, αλλά ο αγρότης – παραγωγός θα πρέπει να λάβει σοβαρά και να εντάξει στην αγροτική ” κουλτούρα ” του την εδαφολογική – φυλλοδιαγνωστική ανάλυση και την ανάλυση της ποιότητας του αρδευόμενου νερού που χρησιμοποιεί.
Δυο παράμετροι, που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην μεγιστοποίηση της απόδοσης μιας καλλιέργειας. Παρακάτω, θα προσπαθήσω συνοπτικά να περιγράψω τις βασικότερες έννοιες που συναντάμε μελετώντας την ποιότητα ενός νερού άρδευσης για μια καλλιέργεια, ώστε, γνωρίζοντας την ποιότητα νερού που χρησιμοποιείται για άρδευση και τις πιθανές αρνητικές επιδράσεις του στην αύξηση μιας παραγωγής, να αποφύγουμε προβλήματα διατήρησης και βελτιστοποίησής της.
Το νερό που χρησιμοποιείται για πότισμα σε μια καλλιέργεια μπορεί να προέρχεται είτε από ποταμό, είτε από γεώτρηση, από πηγές, από επεξεργασία αποβλήτων κ.λ.π και περιέχει πάντοτε ποσότητες διαλυτών αλάτων αλλά η συγκέντρωση και η σύστασή τους ποικίλλουν ανάλογα με την προέλευση του νερού.
Παραδείγματος χάριν, το νερό που προέρχεται από ορεινές πηγές περιέχει πολύ μικρά ποσά αλάτων σε αντίθεση με το νερό που η προέλευση του προέρχεται από επεξεργασία αποβλήτων.
Μετά τα εδαφοβελτιωτικά και την προσθήκη των λιπασμάτων, το νερό άρδευσης θεωρείται η κυριότερη αιτία συγκέντρωσης αλάτων στο έδαφος.
Στην εκτίμηση και στην κατάταξη της ποιότητας του νερού που χρησιμοποιείται για άρδευση, εκτός από το είδος και την ποσότητα των συνολικών αλάτων πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν το είδος της φυτείας, το έδαφος, η εμπειρία του κάθε παραγωγού, το κλίμα κάθε περιοχής καθώς και η μέθοδος και συχνότητα ποτίσματος.
Το νερό άρδευσης μιας καλλιέργειας, ανάλογα με το είδος και την ποσότητα των υδατοδιαλυτών αλάτων, διαφέρει σημαντικά. Τα άλατα βρίσκονται μέσα στο νερό σε μικρές ποσότητες αλλά σημαντικές για δημιουργία ποιοτικής και ποσοτικής μείωσης στην παραγωγή μας και με την διενέργεια του ποτίσματος, τα άλατα παραμένουν στο έδαφος ενώ το νερό εξατμίζεται ή χρησιμοποιείται από τα φυτά.
Εκτός από τη συγκέντρωση των υδατοδιαλυτών αλάτων που μας χαρακτηρίζουν την καταλληλότητα ενός αρδευόμενου νερού και το είδος των επιμέρους ιόντων διαδραματίζουν την σημαντικότητά τους σε αυτό. Με την αύξηση των υδατοδιαλυτών αλάτων παρουσιάζονται διάφορα προβλήµατα στα εδάφη και τις φυτείες, µε αποτέλεσμα την ανάγκη εκτέλεσης ειδικών καλλιεργητικών φροντίδων για διατήρηση ικανοποιητικών επιπέδων παραγωγής.
Τα κύρια χαρακτηριστικά που συνήθως χρησιµοποιούνται για ταξινόµηση της ποιότητας του νερού για πότισµα είναι: α)Η αλατότητα, δηλαδή η συνολική συγκέντρωση υδατοδιαλυτών αλάτωνβ)η διηθητικότητα, δηλαδή η συγκέντρωση ιόντων Νατρίου σε συσχετισμό με Ασβέστιο και Μαγνήσιογ)η τοξικότητα, δηλαδή η συγκέντρωση ιόντων Βορίου, Νατρίου, Χλωρίου, κτλ., τα οποία µπορεί να είναι τοξικά στην ανάπτυξη των φυτών.
Η ταξινόµηση αυτή είναι σήµερα αποδεκτή από όλους. Αποτελεί µια πρακτική και απλή µέθοδο που εύκολα γίνεται κατανοητή. Όµως η ταξινόµηση αυτή πρέπει να θεωρείται σαν διαχειριστικό µέτρο που σκοπό έχει να βοηθήσει στην καλύτερη αντίληψη των προβληµάτων που µπορεί να δηµιουργήσει στο έδαφος και τα φυτά η ποιότητα του νερού ποτίσµατος. Οι κατευθυντήριες αυτές γραµµές είναι το πρώτο βήµα για υπόδειξη των περιορισµών χρήσης του νερού αλλά από µόνες τους δεν είναι ικανοποιητικές.
Αλατότητα
Η αλατότητα, δηλαδή η συνολική συγκέντρωση των υδατοδιαλυτών αλάτων, είναι το πιο απλό και χαρακτηριστικό κριτήριο που χρησιµοποιείται κατά την εκτίµηση του νερού ποτίσµατος. Η σηµασία της αλατότητας έγκειται στο γεγονός ότι οι περισσότερες καλλιέργειες αντιδρούν στη συνολική συγκέντρωση αλάτων στο διάλυµα παρά στα επιµέρους ειδικά ιόντα. Η συνολική συγκέντρωση αλάτων εκφράζεται µε πολλούς τρόπους.
Οι πιο συνηθισµένοι τρόποι είναι σε µονάδες ηλεκτρικής αγωγιµότητας (dS/m) ή σε µέρη στο εκατοµµύριο (µ.σ.ε.). O συμβολισμός της ηλεκτρικής αγωγιμότητας είναι ο ΕC.H EC του νερού και του εδαφικού εκχυλίσματος συμβολίζεται ως ΕCw και ECe αντίστοιχα.
Έχουμε λοιπόν, κατάταξη των νερών ποτίσματος σε 3 κατηγορίες με βάση την ηλεκτρική αγωγιμότητα:
α) Νερά µε ηλεκτρική αγωγιµότητα µέχρι 0,75 dS/m, β) Νερά µε ηλεκτρική αγωγιµότητα από 0,75 – 3,00 dS/m και γ ) Nερά µε ηλεκτρική αγωγιµότητα µεγαλύτερη από 3,00 dS/mTα νερά της πρώτης κατηγορίας µπορούν να χρησιµοποιηθούν για το πότισµα όλων των καλλιεργειών χωρίς κανένα πρόβληµα.
Τα νερά της δεύτερης κατηγορίας µπορούν να χρησιµοποιηθούν για το πότισµα φυτών σχετικά ανθεκτικών στα άλατα και σε εδάφη που να επιτρέπουν το ξέπλυµα των αλάτων από το ριζόστρωµα. Η χρήση των νερών της τρίτης κατηγορίας γίνεται σε φυτά ανθεκτικά στα άλατα και σε εδάφη ελαφρά ώστε να γίνεται εύκολα το ξέπλυµα των αλάτων.
Η κατάταξη αυτή όμως θεωρείται πολύ αυστηρή. Στην πράξη χρησιµοποιούνται νερά µε µεγαλύτερη ηλεκτρική αγωγιµότητα από 3,00 dS/m σε ανθεκτικές στα άλατα καλλιέργειες µε πολύ καλά αποτελέσµατα.
Η εκτίµηση της καταλληλότητας του νερού άρδευσης µόνον από τη συνολική συγκέντρωση αλάτων µπορεί να δώσει λανθασµένα αποτελέσµατα. Η εκτίµηση µε βάση την αλατότητα µπορεί να θεωρείται σαν η πιο απλή και εύκολη µέθοδος αλλά πρέπει πάντοτε να συνεκτιµάτε και µε άλλους παράγοντες για να µην εξάγονται λανθασµένα συµπεράσµατα.
Όλες οι φυτείες δεν αντιδρούν µε τον ίδιο τρόπο στην αλατότητα. Μερικές σε µεγαλύτερη αλατότητα εδάφους παράγουν ικανοποιητικές αποδόσεις γεωργικών προϊόντων παρά κάποιες άλλες. Αυτό οφείλεται στην ικανότητα των φυτών να απορροφούν περισσότερο νερό από ένα αλµυρό έδαφος.
Διηθητικότητα
Με τον όρο διηθητικότητα εννοούµε την ευκολία µε την οποία το νερό εισέρχεται και διεισδύει διαµέσου του εδάφους. Αυτή καθορίζει την ποσότητα του νερού που µπορεί να διεισδύσει και αποθηκευτεί µέσα στο έδαφος. Το τελικό αποτέλεσµα είναι η µειωµένη προµήθεια νερού στα φυτά, παρόµοια µε εκείνη της αλατότητας αλλά για διαφορετικό λόγο. Το πρόβληµα της διηθητικότητας του νερού είναι η µείωση της ποσότητας του νερού που θα τοποθετηθεί στο έδαφος για µελλοντική χρήση από τα φυτά ενώ της αλατότητας η µείωση της διαθεσιµότητας του νερού που βρίσκεται αποθηκευµένο στο έδαφος.
Βαθµός διηθητικότητας µέχρι 3 χιλιοστά/ώρα θεωρείται µικρός, ενώ µεγαλύτερος από 12 χιλιοστά/ώρα σχετικά µεγάλος. Φυσικά η διηθητικότητα µπορεί να επηρεαστεί από πολλούς παράγοντες εκτός από την ποιότητα του νερού άρδευσης, όπως είναι η δοµή και υφή του εδάφους, ο βαθµός συµπίεσης του εδάφους και το ποσοστό της οργανικής ουσίας που βρίσκεται στο έδαφος.
Οι δυο πιο κοινοί παράγοντες που επηρεάζουν τη διηθητικότητα είναι η συνολική συγκέντρωση υδατοδιαλυτών αλάτων (αλατότητα, ηλεκτρική αγωγιμότητα ECw) και η περιεκτικότητα του νατρίου σε συσχετισµό µε την περιεκτικότητα ασβεστίου και µαγνησίου.(Δείκτης SAR, Sodium Absorption Ratio).
Οι δύο αυτοί παράγοντες πρέπει να συνεκτιµούνται για σκοπούς καλύτερης εκτίµησης των τελικών επιδράσεων του βαθµού διηθητικότητας του νερού. Για παράδειγµα, ένα νερό µε ψηλή αλατότητα αυξάνει τη διηθητικότητα ενώ ένα νερό µε χαµηλή αλατότητα και ψηλή σχέση νατρίου ως προς το ασβέστιο και µαγνήσιο µειώνει τη διηθητικότητα. Στις περισσότερες περιπτώσεις το πρόβληµα της διηθητικότητας παρουσιάζεται στα επιφανειακά λίγα εκατοστά του εδάφους, αλλά κάποτε συµβαίνει και σε βαθύτερα στρώµατα του εδάφους.
Με τις δύο αυτες παραμέτρους, δλδ ECw και SAR γίνεται η ποιοτική ταξινόμηση του νερού άρδευσης σύμφωνα με το σύστημα του Αμερικανικού Υπουργείου Γεωργίας και τα νερά κατατάσσονται σε 16 κατηγορίες καταλληλότητας για άρδευση των καλλιεργειών.
Τοξικότητα
Το πρόβληµα της τοξικότητας, σε αντίθεση µε τα προβλήµατα αλατότητας και διηθητικότητας, συµβαίνει µέσα στο ίδιο το φυτό λόγω της συγκέντρωσης ορισµένων συστατικών (ιόντων) του νερού ποτίσµατος, όπως είναι το χλώριο ( Cl ), νάτριο ( Na ) , Βόριο ( Β ), σε τέτοια επίπεδα που δηµιουργούν προβλήµατα στα φύλλα των φυτειών ή µειώνουν την παραγωγή. Οι δενδρώδεις καλλιέργειες είναι πιο ευαίσθητες παρά οι εποχικές φυτείες. Τα προβλήµατα τοξικότητας νατρίου συνήθως σχετίζονται µε τις δενδρώδεις καλλιέργειες. Σε αντίθεση, το χλώριο, το νάτριο και το βόριο µπορεί να προκαλέσουν προβλήµατα τοξικότητας και σε ετήσιες καλλιέργειες.
Τοξικότητα Χλωρίου
Το χλώριο είναι το στοιχείο εκείνο που προκαλεί τις περισσότερες περιπτώσεις τοξικότητας στα φυτά. Το χλώριο δεν δεσµεύεται στο έδαφος, είναι ελεύθερο να προσληφθεί από τα φυτά και να συγκεντρωθεί στα φύλλα τους. Αν η συγκέντρωση στα φύλλα ξεπερνά την ανθεκτικότητα των καλλιεργειών, τότε αναπτύσσονται προβλήµατα τοξικότητας. Συνήθως τα πρώτα συµπτώµατα που παρουσιάζονται είναι περιφερειακά εγκαύµατα στο άκρο του φύλλου και στη συνέχεια τα εγκαύµατα προχωρούν σε ολόκληρο το φύλλο και προκαλούν την ξήρανσή του.
Τοξικότητα Νατρίου
Η επίδραση του νατρίου στα φυτά µπορεί να είναι άµεση ή έµµεση. Η άµεση επίδραση σχετίζεται µε την τοξική επίδραση του νατρίου ενώ η έµµεση µε τη µείωση της διηθητικότητας του εδάφους. Σε αντίθεση µε τα συµπτώµατα χλωρίου, τα συµπτώµατα νατρίου δεν µπορούν εύκολα να διαγνωστούν. Τυπικά συµπτώµατα τοξικότητας νατρίου, που παρουσιάζονται αρχικά στα παλιά φύλλα, είναι κάψιµο του φύλλου και σταδιακά νεκρωτικές κηλίδες και ιστοί κατά µήκος της εξωτερικής άκρης του φύλλου.
Τα προβλήµατα συγκέντρωσης νατρίου, συνήθως συσχετίζονται µε τις δενδρώδεις καλλιέργειες χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι σε ψηλές συγκεντρώσεις δεν παρουσιάζονται προβλήµατα και σε άλλες φυτείες. Ευαίσθητες καλλιέργειες είναι τα φυλλοβόλα δέντρα, τα εσπεριδοειδή, τα αβοκάντο, οι ξεροί καρποί, τα φασολάκια και τα φιστίκια. Ανθεκτικές καλλιέργειες είναι το τριφύλλι, τα σιτηρά, η ντοµάτα και το σπανάκι.
Τοξικότητα Βορίου
Το βόριο, σε αντίθεση µε το νάτριο, αποτελεί βασικό θρεπτικό στοιχείο για την ανάπτυξη των διαφόρων καλλιεργειών, αλλά σε πολύ µικρή ποσότητα. Έτσι, µια σχετικά µικρή συγκέντρωση βορίου στο νερό άρδευσης, µπορεί να είναι τοξική σε ορισµένες ευαίσθητες στο βόριο καλλιέργειες.
Για παράδειγµα, νερό µε περιεκτικότητα βορίου 1 µέρος στο εκατοµµύριο αναµένεται να δηµιουργήσει προβλήµατα στα εσπεριδοειδή, ενώ το ίδιο νερό θεωρείται κατάλληλο για άρδευση πολλών άλλων καλλιεργειών, όπως είναι οι πατάτες, οι ντοµάτες και το τριφύλλι. Για το λόγο αυτό νερό µε την ίδια περιεκτικότητα σε βόριο, για τη µια καλλιέργεια µπορεί να χαρακτηριστεί σαν ακατάλληλο και για µια άλλη σαν κατάλληλο.
Τα συµπτώµατα τοξικότητας βορίου παρουσιάζονται πρώτα στα παλιά φύλλα σαν κιτρινίσµατα, κηλίδες ή περιφερειακές ξηράνσεις των άκρων των φύλλων. Με την πάροδο του χρόνου οι χλωρώσεις και οι ξηράνσεις συνήθως προχωρούν στο εσωτερικό των φύλλων µεταξύ των νεκρώσεων.
Πηγήwww.moa.gov.cy